νεφωδης

νεφωδης
    νεφώδης
    νεφ-ώδης
    2
    1) нагоняющий тучи, облачный
    

(ὅ Νότος Arst.)

    2) (как бы) окутанный облаком, т.е. приглушенный, глухой
    

(φωνή Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "νεφωδης" в других словарях:

  • νεφώδης — cloudy masc/fem acc pl (attic epic doric) νεφώδης cloudy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) νεφώδης cloudy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφώδης — ες (ΑΜ νεφώδης, ῶδες) [νέφος] 1. όμοιος με νέφος, νεφοειδής 2. αυτός που προκαλεί συννεφιά, που φέρνει σύννεφα («διὰ τί ὁ νότος ὅταν μὲν ἐλάττων ἦ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης», Αριστοτ.) νεοελλ. καλυμμένος με νέφη, συννεφιασμένος αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • νεφώδει — νεφώδης cloudy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νεφώδης cloudy masc/fem/neut dat sg νεφώδεϊ , νεφώδης cloudy dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφῶδες — νεφώδης cloudy masc/fem voc sg νεφώδης cloudy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφώδεις — νεφώδης cloudy masc/fem acc pl νεφώδης cloudy masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφωδῶν — νεφώδης cloudy masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεφώδους — νεφώδης cloudy masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»